πολέμιε

πολέμιε
πολέμιος
of
masc voc sg
πολέμιος
of
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολέμι' — πολέμια , πολέμιος of neut nom/voc/acc pl πολέμια , πολέμιος of neut nom/voc/acc pl πολέμιε , πολέμιος of masc voc sg πολέμιε , πολέμιος of masc/fem voc sg πολέμιαι , πολέμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμπέρ, Αντρέ-Μαρί — (André Marie Ampére, Πολεμιέ ο Μον ντ’ Ορ, Λιόν 1775 Μασσαλία 1836). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός, χημικός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, Ζαν Ζακ Αμπέρ, ήταν έμπορος μεταξιού, ενώ ο ίδιος, προικισμένος με πρώιμη πνευματική ωριμότητα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”